- χωματερός
- -ή, -ό, Ντο θηλ. ως ουσ. η χωματερήα) έκταση με χώμα, χωρίς βλάστησηβ) τόπος όπου αποκομίζονται τα απορρίμματα, διαστρώνονται σε λεπτές στρώσεις, συμπιέζονται και καλύπτονται με χώμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < χώμα, χώματος + κατάλ. -ερός (πρβλ. παγ-ερός)].
Dictionary of Greek. 2013.