χωματερός

χωματερός
-ή, -ό, Ν
το θηλ. ως ουσ. η χωματερή
α) έκταση με χώμα, χωρίς βλάστηση
β) τόπος όπου αποκομίζονται τα απορρίμματα, διαστρώνονται σε λεπτές στρώσεις, συμπιέζονται και καλύπτονται με χώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χώμα, χώματος + κατάλ. -ερός (πρβλ. παγ-ερός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χωματερή — η, Ν βλ. χωματερός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”